Ο Γιώργος σχεδόν δεν είχε δει την κυρία, μέσα στο σταματημένο αυτοκίνητο στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Έβρεχε πάρα πολύ και ήταν νύχτα. Κατάλαβε όμως πως η γυναίκα είχε ανάγκη από βοήθεια.
Έτσι σταμάτησε το αυτοκίνητο του και πλησίασε.
Εκείνη σκέφτηκε πως ήθελε να της επιτεθεί, δεν την ενέπνεε εκείνος ο άνδρας, φαινόταν φτωχός και πεινασμένος.
Ο Γιώργος αισθανόταν πως η γυναίκα φοβόταν και της είπε:
“Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω, κυρία, μην φοβάστε. Γιατί δεν περιμένετε στο δικό μου αυτοκίνητο για να ζεσταθείτε;
Δεν σας συστήθηκα… με λένε Γιώργο”…
Η κυρία είχε μείνει από λάστιχο και ήταν και ηλικιωμένη. Ενώ συνέχιζε να βρέχει δυνατά, ο Γιώργος γονάτισε πήρε τον γρύλο, τον τοποθέτησε κάτω από την σκασμένη ρόδα και σήκωσε το αμάξι. Άλλαξε την ρόδα και ενώ βίδωνε τα μπουλόνια, η ηλικιωμένη κυρία άνοιξε την πόρτα και έπιασε συζήτηση μαζί του.
Του είπε πως δεν ήταν από την περιοχή, ήταν περαστική από εκεί και δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει για την πολύτιμη βοήθεια του.
Ο Γιώργος χαμογέλασε ενώ τελείωνε την δουλειά του και σηκώθηκε.
Εκείνη τον ρώτησε πόσα ήθελε για την βοήθεια του. Αλλά ο Γιώργος δεν σκεφτόταν καν τα χρήματα, του άρεσε να βοηθάει τους ανθρώπους. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής του.